αντωδός

αντωδός
ἀντῳδός, -όν (Α)
αυτός που απαντά με ωδή («ἠχὼ λόγων ἀντῳδός» — η ηχώ που επαναλαμβάνει τους λόγους, Αριστοφάνης
«μέλος ἀντῳδὸν ἠχεῑν» —για πουλιά— Αιλιανός).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀντῳδός — singing in answer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντῳδόν — ἀντῳδός singing in answer masc/fem acc sg ἀντῳδός singing in answer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντῳδοῖς — ἀντῳδός singing in answer masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικοκκάστρια — ἐπικοκκάστρια, ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α) 1. αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια», Αριοτοφ. σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν») 2. κατά τη γραφή ἐπικοκκύστρια σημαίνει αυτήν που μιμείται κατά κάποιον τρόπο τη φωνή τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”